παρενθετικός

παρενθετικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρένθεση: Παρενθετική πρόταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρενθετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρένθεση 2. αυτός που λέγεται ή γράφεται κατά παρένθεση («παρενθετική πρόταση») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τα παρενθετικά» τα δύο σημεία τής παρενθέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρένθεση. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • παρεκβατικός — ή, ό / παρεκβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρεκβαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέκβαση ή κάνει συχνές παρεκβάσεις μσν. αρχ. (για λόγο) παρενθετικός («παρεκβατικός λόγος»). επίρρ... παρεκβατικώς / παρεκβατικῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο παρεκβατικό …   Dictionary of Greek

  • παρεμβατικός — ή, ό [παρεμβαίνω] 1. παρενθετικός, μεσολαβητικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέμβαση ή διενεργεί παρέμβαση 3. χαρακτηριστικός τής παρέμβασης ή τού παρεμβατισμού («παρεμβατική πολιτική») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”